8.4.11
Καλό σου ταξίδι θείε μου…
Από μικρός όσο μπορώ να θυμηθώ κάθε πρωί μόλις έβγαινα στην αυλή του σπιτιού μου τον έβλεπα να κάθεται στο τραπεζάκι έξω στο μπαλκόνι και να απολαμβάνει το καφεδάκι του. Το χαμόγελο του και το πείραγμά του ήταν για μένα η καλύτερη καλημέρα… Χειμώνα, άνοιξη, καλοκαίρι για χρόνια ολόκληρα το ίδιο σκηνικό καθημερινά. Από μικρά παιδιά μας κοιτούσε από το μπαλκόνι του, παρακολουθούσε το παιχνίδι μας, μας συμβούλευε, μας πείραζε, ανησυχούσε όταν είμαστε άρρωστοι. Ακόμη και όταν μας μάλωνε το έκανε με τόσο γλυκύτητα που μόνο μάλωμα δεν ήταν!
Τα χρόνια περνούσαν, εγώ και ο αδελφός μου μεγαλώναμε, αλλά στα δικά του μάτια εμείς παραμέναμε πάντα παιδιά. Το χαμόγελο του πάντα φανέρωνε την αγάπη που μας είχε. Τα πειράγματα του ήταν άλλοτε τόσο δυνατά που συχνά η κόρη του τον παρατηρούσε για να σταματήσει! Αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα συνέχιζε να… μας γεμίζει με την αγάπη του. Οδηγός και ιδιοκτήτης υπεραστικού λεωφορείου ο ίδιος, χρόνια μέσα στους δρόμους ήταν ανοιχτόκαρδος και ιδιαίτερα αγαπητός στους συναδέλφους του.
Στη γειτονιά δεν υπήρχε άνθρωπος που να τον κακοχαρακτηρίσει. Οικογενειάρχης με δύο κόρες πάντα μου ενέπνεε σεβασμό. Ακόμη και τσιγάρο απέφευγα να κάνω μπροστά του. Και αν τυχόν κάποιες φορές με έπαιρνε χαμπάρι με την χαρακτηριστική χειρονομία που κάνουμε στα μικρά παιδιά, κουνώντας πάνω κάτω την παλάμη του, έδειχνε πως θα μου ρίξει ξύλο και στην συνέχεια μου φώναζε «αααχ να σε βλέπε η μάνα σου, σβήστο γρήγορα»…
Και επειδή ήταν και πρωινός τύπος, πολλές φορές κατά την εφηβεία μου αλλά και σε πιο μεγάλη ηλικία, με πετύχαινε όταν επέστρεφα σπίτι μετά από ξενύχτι. «Τώρα γυρνάς», έλεγε «θα πάρω τη μάνα σου να το πω, αλοίμονό σου». Ποτέ όμως δεν είπε τίποτα!
Στο γάμο μου, έδωσε την καλύτερη ευχή. Αντε να ζήσετε και καλά γεράματα μαζί! Τον γιο μου, που τύχαινε να έχει το ίδιο όνομα, όποτε τον έβλεπε τον πείραζε όπως έκανε και με μένα μικρό. «Ο Μιμάκος, ο Μιμάκος που είναι» έλεγε και όλο έσκυβε τάχα να τον πιάσει. Και αν τυχόν ο Μιμάκος έκανε καμιά σκανδαλιά τον μάλωνε τόσο γλυκά…
Για αυτόν τον αγαπούσα γιατί ήταν από τους πιο τρυφερούς άνθρωπος που γνώρισα!
Από τα βάθη του μυαλού μου ανέσυρα μια εικόνα. Όταν πριν πολλά χρόνια είχε πάρει το πρώτο του λεωφορείο πήρε όλη τη γειτονιά και μας πήγε μια μικρή βόλτα στον Άγιο Γιάννη τον Ρώσο, έξω από την Χαλκίδα. Για τα καλορίζικα. Αλλωστε σε εκείνα τα μέρη πήγαινε με το λεωφορείο. Χαλκίδα, Κάρυστο, Αιδηψό, Κύμη, Στύρα . Για χρόνια γινόταν κουβέντα στη γειτονιά για αυτήν την εκδρομή. Δεν ξέρω αν αυτές οι εικόνες που έχω στο μυαλό μου αποτυπώθηκαν από τα δικά μου μάτια ή από τις διηγήσεις των άλλων … Δεν θυμάμαι πολλά, έχω όμως ένα όμορφο συναίσθημα.
Σήμερα το λεωφορείο του (το τρίτο ή καλύτερα η… τρίτη γενιά) έκανε άλλη μια βόλτα. Πολλοί από αυτούς που πήγαν τότε την πρώτη βόλτα, ήταν και πάλι μέσα. Μόνο που δεν οδηγούσε αυτός. Οδηγούσε ο Γιάννης που πάτησε την κόρνα όταν ο θείος μου έκανε τον τελευταίο του περίπατο προς την τελευταία του κατοικία.
Ο θείος μου, πρώτος ξάδελφος και αγαπημένος της μάνας μου, έμενε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας. Μακάρι και τώρα να μείνει απέναντι από τη μάνα μου και τη γιαγιά μου στη γειτονιά των Αγγέλων…
Καλό σου ταξίδι θείε Μίμη, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ μου. Η εικόνα σου στο απέναντι μπαλκόνι αν και δεν μένω εκεί πλέον θα μου μείνει αναλλοίωτη, γιατί θα ζεις για πάντα μέσα στην καρδιά μου!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου