28.8.11

Ο διάβολος δεν πάει διακοπές!



Με βαριά καρδιά ξύπνησα χθες το πρωί για να επιστρέψω στην Αθήνα, μετά από ολιγοήμερες διακοπές στην πανέμορφη Σάμο. Πραγματικά η διάθεση βαριά, που θα άφηνα τον παράδεισο για να επιστρέψω στο κολαστήριο της πρωτεύουσας. Κάθε χρόνο που επισκέπτομαι το Βαθύ, κάνω όνειρα για μόνιμη μετεγκατάσταση εκεί, πως θα φτιάξω το ένα, πως θα κάνω το άλλο, μα στο τέλος πάντα σκοντάφτω σε ένα πράγμα. Αν έρθω να μείνω εδώ τι στο καλό δουλειά θα κάνω για να ζήσω εγώ και η οικογένεια μου. Είναι πιστεύω το μοναδικό ανυπέρβλητο προς το παρόν εμπόδιο. Με όλες αυτές τις σκέψεις μπήκαμε στο αεροπλάνο και μετά από μία ώρα περίπου βρεθήκαμε στην κόλαση. Ναι όπως ακριβώς το λέω. Στην κόλαση και αυτό επιβεβαιώθηκε από την πρώτη στιγμή, μόλις μπήκαμε στο ταξί για να μας μεταφέρει στο σπίτι μας. Ο ταξιτζής γύρω στα 30 και κάτι φορώντας γυαλιά ηλίου ελαφρώς τοποθετημένα πιο μπροστά στη μύτη του, απρόθυμα μετακίνησε το κάθισμα του συνοδηγού πιο πίσω για να μπορέσω να κάτσω. Παραξενεύτηκα, γιατί το κάθισμα να είναι τόσο μπροστά. Στη συνέχεια κατάλαβα όμως! Ο ταξιτζής άρχισε να με «σκανάρει» από πάνω μέχρι κάτω και να φυσάει και να ιδρώνει από αγωνία. Από τι αγωνιούσε δεν μπορούσα να καταλάβω, μέχρι που διέκρινα το αριστερό χέρι του να γλιστράει μια κάτω από το τιμόνι μία δίπλα στην πόρτα. Μόλις κοιτούσα προς τη μεριά του ο οδηγός τράβαγε ξαφνικά το χέρι του και με κοιτούσε λοξά. 36 ευρώ πλήρωσα και πιστεύω κανά ταληράκι το «βούτηξε» ο μάγκας, αλλά ας όψεται που δεν ήθελα να χαλάσω τη διάθεσή μου από τις διακοπές και βέβαια το κυριότερο να βάλω σε όποιον… κίνδυνο το τρίχρονο γιο μου.
Τέλος πάντων κατέβηκα στο σπίτι μου όπου εκεί μας περίμενε, εμένα, τη γυναίκα μου, αλλά κυρίως τον εγγονό του, ο πεθερός μου. Μετά τα καλωσορίσματα μου ‘ρχεται η δεύτερη επιβεβαίωση περί κολαστηρίου. «Με λήστεψαν χθες. Ένα ντερέκι μέχρι εκεί πάνω. Μου βάλε το μαχαίρι στην πλάτη και μου είπε δως μου τα λεφτά σου». Πάγωσα και φαντάστηκα ότι κάτι παραπάνω ένιωσε και ο 82χρονος πεθερός μου, που χει και την καρδιά του. «Πόσα σου πήρε», τον ρώτησα. «Χίλια, αλλά αφού ζω δεν με νοιάζει». «Πήγες στην Αστυνομία» ρώτησα τον πεθερό μου. «Όχι άσε με, και τι να τους πω. Τίποτα δεν θυμάμαι, μόνο ότι φορούσε τζιν παντελόνι». «Μα καλά τον ρώτησα πως έγινε». «Αστα παιδί μου, μην ρωτάς δεν θέλω να θυμάμαι», μου απάντησε ο γέροντας.
Και ρωτώ εγώ αν δεν είναι κόλαση αυτή που ζούμε, που ο «ταξιτζής» κοιτάζει να σε κλέψει μέσα στα μάτια σου, νομίζοντας ότι με τα 5 ευρώ παραπάνω θα σωθεί, αν δεν είναι κόλαση αυτή που ζούμε όταν ένας παλικαράς δυο μέτρα κλέβει τη σύνταξη ενός 82χρονου ανήμπορου γεροντάκου μέρα μεσημέρι τότε δεν ξέρω πως αλλιώς μπορεί να είναι η κόλαση. Όχι ότι δεν υπάρχουν και χειρότερα. Και βέβαια υπάρχουν και πολύ χειρότερα μάλιστα, αλλά που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώνουν περισσότερο αυτό που λέω. Ότι όσοι ζουν στην Αθήνα ζουν στην κόλαση. Τώρα το που τοποθετεί κανείς τον πήχη έχει σχέση με τα βιώματά του και με το πώς θέλει να ζει…
Και λέω πως ναι στην Σάμο και σε κάθε άλλο μέρος της ελληνικής περιφέρειας υπάρχουν άλλα προβλήματα, σοβαρά αλλά που δεν έχουν να κάνουν με την ασφάλεια της ζωής της δικής σου και των οικείων σου.
Η Αθήνα που τόσο πολύ αγαπήσαμε παλιότερα δεν υπάρχει. Η ίδια η πόλη σε διώχνει. Ακόμη και τώρα τον Αύγουστο που είναι άδεια, πάλι αποκρουστική είναι. Έτσι την κατάντησαν. Έτσι ήθελαν να την καταντήσουν. Σαν να έβαλαν το διάβολο με τα παιδιά του να μένουν μόνιμα στην Αθήνα. Και αυτοί δεν πάνε ποτέ διακοπές! Θυμάμαι πριν καμιά 20αριά χρόνια ένα ζευγάρι Αγγλων που κάθε χρόνο ερχόταν ολόκληρο το καλοκαίρι στην Αθήνα και που σκεπτόταν να έρθει να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα. Στην ερώτησή μου, μα γιατί το Λονδίνο, που έχει τα πάντα, που δεν σας λείπει τίποτα. Αγορές, διασκέδαση, υγεία, συγκοινωνία… η απάντηση που πήρα ήταν αφοπλιστική και την καταλαβαίνω τώρα. «Φίλε μου στο Λονδίνο δεν υπάρχει ασφάλεια. Η παρανομία στην Ελλάδα είναι πίσω 50 χρόνια από ότι είναι στην Αγγλία».
Ετσι και στην Σάμο που όλη μέρα τα σπίτια είναι ξεκλείδωτα, που όσοι άκουγαν να βάζω τον συναγερμό του αυτοκινήτου μου γελούσαν η παρανομία είναι 50 χρόνια πίσω από ότι στην Αθήνα…
Ετσι από το να πάρουμε τα όπλα στα χέρια μας και όποιον πάρει ο χάρος, καλύτερα να βρούμε άλλες λύσεις πιο ανώδυνες από την απώλεια κάποιας ζωής και να φύγουμε μακριά…  

ΥΓ1. Βέβαια το κερασάκι στην τούρτα μπήκε το απόγευμα της ίδιας μέρας όταν πήγα να πάρω το αυτοκίνητο από το καράβι από το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί να δείτε κόλαση. Νταλικέρηδες να έχουν τους δικούς τους νόμους, λιμενικούς με ύφος στρατηγού και βάλε να μην ξέρουν να επιβάλουν την τάξη εκεί που πρέπει, αλλά να τα βάζουν με τουρίστες και γεροντάκια που τα είχαν χάσει και τους φώναζαν να πάνε στην άκρη. Και μια διαδικασία που κανονικά θα έπρεπε να διαρκέσει 30’ κράτησε 2 ώρες και… γιατί απλά εκτός από την ανικανότητα, υπάρχει και διάβρωση για να μην σας πω ότι την ανικανότητά τους την εκμεταλλεύονται κιόλας. Σε μια διαβρωμένη πόλη μόνο όσοι κερνούν 20αρικάκια κάνουν τη δουλειά τους. Οι υπόλοιποι βράζουμε στα καζάνια…  

ΥΓ2. Για τη ζωή της Σάμου και τα προβλήματά της θα σας μιλήσω τις επόμενες ημέρες… Και μην ανησυχείτε δεν έβγαλα συμπέρασμα μέσα σε 15 μέρες, αλλά μετά από τα 6 χρόνια που την επισκέπτομαι και μετά από συζητήσεις από ανθρώπους που μένουν μόνιμα εκεί…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου