6.10.20

ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΟΥ ΕΓΡΑΦΕ ΜΠΑΜΠΑΣ...


Το τηλέφωνο χτύπησε 3:30 η ώρα και πετάχτηκε ξαφνιασμένος από το κρεββάτι του και κοίταξε την οθόνη του κινητού του. Έγραφε μπαμπάς…

Το σήκωσε.

- Τι έγινε πατέρα είσαι καλά; Τι συμβαίνει, του είπε ανήσυχος.


- Τίποτα παιδί μου όλα καλά, να πήρα να δω τι κάνετε; Το κορίτσι μας, ο μικρός, όλοι καλά;

- Ρε πατέρα, πας καλά, ξέρεις τι ώρα είναι.. Είναι 3:30 το πρωί και κοιμόμαστε!

-3:30 το πρωί τι λες παιδί μου το δικό μου λέει 9:00… 9:00; Ωχ παιδί μου το κοίταζα ανάποδα έχεις δίκιο, σου ζητώ συγγνώμη!

- Τι συγγνώμη ρε πατέρα, μας ξύπνησες όλους! Καλά το μαύρο σκοτάδι δεν το είδες έξω.

- Δεν άνοιξα το παραθύρι γιε μου συγγνώμη και πάλι…

- Άντε πατέρα πέσε και κοιμήσου ξανά, να δούμε εμείς πως θα κοιμηθούμε με την τρομάρα που πήραμε…

Έκλεισε το τηλέφωνο και ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι του ξεφυσώντας…
- Αχ ρε πατέρα, μονολόγησε και έκλεισε μάτι… Μα ο ύπνος δεν τον πήρε. Εκεί με ακουμπισμένο το κεφάλι του στο μαξιλάρι, ηρέμησε και άρχισε να σκέφτεται!

«Μάλλον τον αποπήρα ρε γαμώτο μου, είπε από μέσα του. Αυτός το μόνο που σκέφτηκε μόλις ξύπνησε ήταν να μας πάρει τηλέφωνο και εγώ μόνο που δεν το έβρισα. Εντάξει 3:30 το πρωί, αλλά για μένα! Για αυτόν ήταν 9:00!

Συνέχεια αυτό κάνω τον αποπαίρνω, συνέχεια!

-Τι θα φας σήμερα; Ρύζι; Μα δεν είπαμε ότι δεν κάνει να τρως ρύζι, ανεβαίνει το ζάχαρο…

- Ινσουλίνη έκανες; Πόσο ζάχαρο είχες; Πίεση; Βγήκες έξω; Δεν είπαμε να μη βγαίνεις, έχει κορονοϊό έξω, μάσκα έβαλες; Μεθαύριο θα πάμε στο γιατρό. Τι πάει να πει δεν έχεις λεφτά, τι τα κανες;

Μια καλημέρα παίρνει να μας πει, και εμείς τον παίρνουμε από τα μούτρα. Αφού μετά από κάποια στιγμή λέει άντε να σε αφήσω στην ησυχία σου και το κλείνει…

Τελικά έχει δίκιο μόνο την ησυχία μου κοιτάζω! Τον άνθρωπο που με γέννησε, που με μεγάλωσε, με φρόντισε και ακόμη με φροντίζει τον έχω βάλει σε μία γυάλα και τον έχω παρκάρει πάνω σε ένα ράφι και του φωνάζω γιατί εκεί παρατημένο που τον άφησαν έχει πιάσει σκόνη…

Τα ίδια θα μου κάνει και ο γιος μου…

Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι τρώει κάτι παραπάνω, γιατί είναι η μόνη ευχαρίστηση που του χει μείνει, γιατί δεν έχει κάτι άλλο στη μοναξιά του μέσα να περάσει καλά… Γιατί του λείπει η γυναίκα του, οι φίλοι του, τα αδέλφια του και για τα παιδιά του είναι ξεχασμένος… Αν πάρει έχει καλώς, αλλιώς ξεχασμένος!

Πότε μωρέ τον πήρα να πάμε μια βόλτα, πότε πήγα να πιούμε ένα καφέ. Μήπως να τον έπαιρνα μαζί μας του χρόνου στις διακοπές… Και τι πειράζει αν φάει κάτι παραπάνω, τι και αν ζήσει καμιά βδομάδα παραπάνω στερημένη κι αυτή σαν και όλες τις άλλες των τελευταίων χρόνων!

Μόνο να τον μαλώνω ξέρω! Πόσο σκληρός έχω γίνει. Όλη την τρυφεράδα μου την εξαντλώ στην οθόνη του κινητού που ακόμη αναγράφει μπαμπάς, επειδή έτσι τον πέρασα την πρώτη φορά που πήρα κινητό…

Κάπως έτσι τον έπνιξαν οι τύψεις του. Το πρωί θα τον πάρω τηλέφωνο να του ζητήσω συγγνώμη τελείωσε τις σκέψεις του την ώρα που το πρώτο φως της ημέρας τρύπωσε από τις γρύλιες στο δωμάτιο. Σηκώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε, ήπιε το καφέ του, φίλησε τη γυναίκα του, φίλησε τρυφερά το γιό του ως πατέρας κι έφυγε για τη δουλειά. Σαν γιος ξέχασε και πάλι στη γυάλα του μυαλού του και στην οθόνη του κινητού του τον δικό του μπαμπά!

-Αφιερωμένο στην ημέρα των ηλικιωμένων στην 1η Οκτώβρη, και σε όσους ξεχαστήκαμε στις υποχρεώσεις της ζωής μας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου