10.7.13

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΑΚΟΜΗ




Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη που διαβάζοντάς το όλα όσα περιέγραφε, πρόσωπα και καταστάσεις έμοιαζαν τόσο σημερινά, τόσο επίκαιρα! Αναζήτησα στο διαδίκτυο σχετικές πληροφορίες και ανακάλυψα πως το συγκεκριμένο ποίημα ανήκει στα 154 αναγνωρισμένα, γράφτηκε το Δεκέμβριο του 1898 και δημοσιεύτηκε το 1904. Έχει τον τίτλο «Περιμένοντας τους Βαρβάρους». 

Διαβάζοντας εντυπωσιάστηκα για το πώς ο ποιητής περιγράφει τον ξεπεσμό ενός λαού, ενός έθνους που δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη, την τόλμη να παλέψει για μία νέα αρχή, αλλά εναποθέτει τις ελπίδες του για τη σωτηρία σε ξένες δυνάμεις. Και παρόλο που είναι διατεθειμένος να παραδοθεί και στην κυριολεξία να υποταχθεί, θεωρεί τους «κυρίαρχους» υποδεέστερο λαό από τον ίδιο και τον αποκαλεί βάρβαρο! 

Μάλιστα στη σημερινή εποχή οι «βάρβαροι» χρησιμοποιούνται όπως συμφέρει τον καθένα! Άλλοι τους βλέπουν ως σωτήρες, άλλοι ως εχθρούς αλλά όλοι μαζί αναμένουν τον ερχομό τους και στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτα. Και όταν αυτοί οι «Βάρβαροι», ή η βοήθεια των βαρβάρων , όπως ο Καβάφης  γράφει στο τέλος - και όπως η ιστορία έχει αποδείξει - δεν έρθουν, τότε αποδεικνύεται η γύμνια και ο ξεπεσμός όλων των εθνοπατέρων! 

Παρακάτω παραθέτω, το ποίημα και εσείς όπου αγορά, Σύγκλητο , αυτοκράτωρ, ύπατοι, πραίτορες, ρήτορες αντικαταστήστε με απεργία, συνδικαλιστές, εργάτες λαός, βουλή, βουλευτές, πρωθυπουργός Σαμαράς, αντιπρόεδρος Βενιζέλος, Τσίπρας, Χ.Α. βάλτε ότι θέλετε, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Περιμένοντας τους Βαρβάρους, που ποτέ δεν ήρθαν και ποτέ δεν θα έρθουν γιατί στην πραγματικότητα οι βάρβαροι είμαστε εμείς οι ίδιοι που τρωγόμαστε μεταξύ μας για ένα ξεροκόμματο, για μια θεσούλα, για ένα φιλοδώρημα, και δεν ορθώνουμε ανάστημα, παρά μόνο κοκορευόμαστε για ένδοξη ιστορία και γενναίους ήρωες και γινόμαστε ακόμη πιο μικροί και καμπούρηδες, αφού από το πολύ το σκύψιμο του κεφαλιού το ένδοξο παρελθόν μας μοιάζει απλά με δύσμορφη καμπούρα.


ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ BΑΡΒΑΡΟΥΣ        

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.


—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

                               __

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

8.7.13

ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ!



Από μικρός όσο μπορώ να θυμάμαι και από όσα μου έλεγαν οι δικοί μου, η ζωή μου κατά ένα τρόπο είχε συνδεθεί με έναν δρόμο που πάντα με οδηγούσε (ελπίζω να μην αποτελεί αυτό βλασφημία) στην Παναγία! Από τότε που βρισκόμουν στην κοιλιά της μάνας μου τάμα με έκανε στην Παναγιά της Τήνου γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά στην εγκυμοσύνη. Για αυτό και με βάφτισαν στην Μεγαλόχαρη. Κάπου εκεί κοντά στα εννιά στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης ένα αυτοκίνητο με χτύπησε και βρέθηκα σε κωματώδη κατάσταση στο Παίδων. Η μάνα μου ανέβηκε με τα γόνατα στην Παναγία και εγώ ακόμη σας γράφω από εδώ! Την θυμάμαι που μου έλεγε ότι έχει τάμα όσο ζει να πηγαίνουμε μια φορά το χρόνο στη Χάρη της. Ακόμη και η μάνα μου μετά από προσκύνημα στην Τήνο, υπέστη έμφραγμα που την οδήγησε τελικά στο Μεγάλο Ταξίδι, πριν  περίπου 20 χρόνια. Και η γυναίκα μου ακόμη έχει γεννηθεί σε ένα χωριό που η Παναγία είναι συνυφασμένη μαζί του. Αφού στην Αγιάσο της Μυτιλήνης βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας της «Αγίας Σιών». Στη μέχρι τώρα ζωή μου λοιπόν στις καλές και στις δύσκολες στιγμές μου πάντα βρισκόμουν στο δρόμο που οδηγούσε στην Παναγία! Πάντα  όταν βρισκόμουν σε αυτό το δρόμο γινόντουσαν πράγματα που σημάδευαν τη ζωή μου. Έτσι και φέτος βρέθηκα Κοντά της, έχοντας μαζέψει πόνους, καημούς, παράπονα, προσευχές μιας ολόκληρης χρονιάς για να Της τα πω και να ζητήσω συγχώρεση, δύναμη, ελπίδα!
Περισσότερα από όλα όμως κουβαλούσα και την επιθυμία της αδελφής της μάνας μου να ανάψω μια λαμπάδα για εκείνη να τη βοηθήσει να λυτρωθεί από την αρρώστια που την ταλαιπωρούσε εδώ και έναμισι χρόνο περίπου!
Μία λαμπάδα στην Παναγία μου ζήτησε και μία στον Άγιο Ραφαήλ! Τρεις άναψα εγώ μαζί με αυτήν στους Ταξιάρχες, ζητώντας ότι είναι καλύτερο για αυτήν.
Ένα τηλεφώνημα την επόμενη ημέρα έδειξε ότι οι προσευχές εισακούστηκαν, έστω και αν το καλύτερο για μας ήταν διαφορετικό από το καλύτερο για εκείνη.  Στο ακουστικό ο αδερφός μου με καλούσε να επιστρέψω γιατί η κατάσταση της υγείας της θείας μου είχε επιδεινωθεί πολύ. «Λίγες ώρες ή μέρες έχει ακόμη» μου είπε και δυστυχώς επιβεβαιώθηκε. Δεν πρόλαβα να την αποχαιρετήσω αν και η ίδια με περίμενε. Άργησα λίγες ώρες (ίσως και επίτηδες, μια και δεν ήμουν ποτέ καλός με τους αποχαιρετισμούς).
Αποχαιρετιστήκαμε ο καθένας με τον τρόπο του! Σήμερα στις 8 Ιουλίου, αποχαιρέτησα τη δεύτερη μάνα μου! Γιατί έτσι την ένιωθα τη Θεία μου, γιατί αυτό ήταν. Πάντα βρισκόταν δίπλα μας, χωρίς ποτέ να ζητήσει κάτι. Πάντα μας έδινε απλόχερα την Αγάπη της. Ακόμη και στα στερνά της ευχή για Αγάπη έδωσε σε μας στα παιδιά της!
Εκεί στο δρόμο της Παναγίας φέτος συνάντησα τον πόνο αλλά και τη λύτρωση. Πόνο για εμάς που τη χάσαμε, αλλά λύτρωση για την Ίδια!  

ΥΓ. Τώρα εκεί στον τόπο των Πνευμάτων θα έχει στηθεί ένα οικογενειακό τραπέζι. Τώρα πια έσμιξαν ξανά Όλοι τους. Πατέρας, Μητέρα, Αδελφός και οι δύο Αδελφές… Έτσι το θέλω, έτσι το νιώθω και έτσι είναι! Χαιρετίσματα και φίλια να τους δώσεις Θειούλα μου!